Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

give sb your blessing


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο blessing παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: give | sb | your
Σε αυτή τη σελίδα: blessing, bless

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
blessing n (benediction: by Pope, etc.)ευλογία ουσ θηλ
 The Pope gave the orphans a blessing.
 Ο Πάπας έδωσε στα ορφανά την ευλογία του.
blessing n ([sth] you are fortunate to have)ευλογία ουσ θηλ
 Peter considers his new job a blessing.
 Ο Πήτερ θεωρεί τη νέα του δουλειά ευλογία.
blessing n figurative (approval) (μεταφορικά)ευλογία ουσ θηλ
 Marilyn's father refused to give his blessing to her relationship with her boyfriend.
 Ο πατέρας της Μέρλιν αρνήθηκε να δώσει την ευλογία του στη σχέση της με τον φίλο της.
blessing n (prayer before a meal)προσευχή ουσ θηλ
 Sammy will say the blessing before we have dinner.
 Ο Σάμμυ θα πει την προσευχή πριν δειπνήσουμε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
blessing n (Christianity: God's mercy)ευλογία ουσ θηλ
  ευχή ουσ θηλ
  (λόγιο)ευχής έργον έκφρ
  κατ' ευχήν έκφρ
 It was a blessing that Dean didn't suffer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bless [sth] vtr (place, object: make holy)ευλογώ ρ μ
 The holy man blessed the new house.
 Ο άγιος άνδρας ευλόγησε το νέο σπίτι.
bless [sb] vtr (person: give a blessing to)ευλογώ ρ μ
 The priest blessed the congregation.
 Ο παπάς ευλόγησε το εκκλησίασμα.
bless [sb/sth] vtr (ask God to protect [sb/sth])ευλογώ ρ μ
 Please bless this house.
bless [sb/sth] vtr often passive (give health or happiness to [sb/sth](κπ με κτ)ευλογώ ρ μ
 Joan has five children and ten beautiful grandchildren; life has blessed her.
bless [sb] with [sth] vtr + prep often passive (endow, gift: with [sth])ευλογώ κπ με κτ ρ μ + πρόθ
  προικίζω κπ με κτ ρ μ + πρόθ
 Nature has blessed her with good looks and intelligence.
 Η φύση την ευλόγησε με ομορφιά και ευφυΐα.
Bless! interj UK, informal (affection, pity) (τρυφερότητα)τι γλυκό!, σκέτη γλύκα! επιφ
  (λύπη)τι κρίμα! επιφ
 Look at the kitten, snuggling up with the baby. Bless!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bless [sth/sb] vtr (worship: God)δοξάζω ρ μ
  δοξολογώ ρ μ
 "Bless the name of Jesus", sang the choir.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
blessing | bless
ΑγγλικάΕλληνικά
a blessing in disguise n (turns out to be good)κάθε εμπόδιο για καλό έκφρ
  έχω την τύχη μέσα στην ατυχία μου έκφρ
Σχόλιο: Συνήθως απαιτείται διαφορετική σύνταξη της πρότασης.
 Not being chosen to play that role turned out to be a blessing in disguise.
mixed blessing n (source of joy and pain)και καλό και κακό φρ ως επίθ
  έχει τα καλά του και τα κακά του έκφρ
 Computers are a mixed blessing – they're fine when they work and infuriating when they don't!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση give sb your blessing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «give sb your blessing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!